Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κοιμήθηκα μιά

  • 1 στάλα

    I η
    1) капля;

    στάλα στάλα по (одной) капле;

    2) перен. капелька, чуточка;

    μιά στάλα — капельку, чуточку, чуть-чуть;

    βάλε μιά στάλα κρασί — налей чуть-чуть вина;

    κοιμήθηκα μιά στάλα σήμερα — я сегодня чуточку соснул;

    § ούτε μιά στάλα — ни капли, ни капельки, ни чуточки;

    δεν έχει στάλα μυαλό — у него нет ни капельки ума;

    σαν τη στάλα στο κλαρί — висеть на волоске

    στάλα2
    II η полуденный отдых стада (тж. время отдыха)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στάλα

См. также в других словарях:

  • στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουράζω — 1. κάνω κάποιον να μην αισθάνεται κούραση, αναπαύω («μια βόλτα στην εξοχή μέ ξεκουράζει») 2. (συν. το μέσ.) ξεκουράζομαι αναπαύομαι («κοιμήθηκα λίγο και ξεκουράστηκα») …   Dictionary of Greek

  • βαριά — επίρρ. 1. με βάρος: Περπατάς βαριά και τραντάζεται το πάτωμα. 2. ισχυρά, με δύναμη: Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα. 3. σοβαρά: Είναι βαριά άρρωστος. 4. βαθιά: Κοιμήθηκα βαριά και δεν άκουσα τίποτε. 5. ενοχλητικά, αποκρουστικά: Το δωμάτιο είχε μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»